- θαλαμωτός
- η , ό[ν]1) см. θαλαμοειδής; 2) разделённый на комнаты, камеры, каюты, кабины
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θαλαμωτός — ή, ό 1. αυτός που μοιάζει με θάλαμο, ο θαλαμοειδής 2. ο διαιρεμένος σε θαλάμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + κατάλ. ωτός (πρβλ. αλυσιδ ωτός, ραβδ ωτός). Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλά τού Δ.… … Dictionary of Greek
θαλαμωτός — ή, ό αυτός που έχει σχήμα θαλάμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… … Dictionary of Greek
Αμνισός — Ένα από τα επίνεια της μινωικής Κνωσού, 7,5 χλμ. Α του Ηρακλείου, στη σημερινή θέση Καρτερός. Α. ονομαζόταν και ο σημερινός ξεροπόταμος Καρτερός. To όνομα όπως και oρόλος του χώρου, ήταν γνωστά από τους αρχαίους συγγραφείς (Όμηρος, Στράβων κλπ.) … Dictionary of Greek
Βούλτσι — Αρχαία ετρουσκική πόλη, 100 χλμ. βόρεια της Ρώμης, συνδεόμενη πιθανώς με την Κόζα, στην παραλία που θα έπρεπε να είναι το φυσικό της επίνειο. Η θέση της αρχαίας πόλης ήταν γνωστή από τα τέλη του 14ου αι. Τον 19ο αι. η νεκρόπολή της υπέστη… … Dictionary of Greek
Χανιά — Πόλη (13 τ. χλμ.), πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού και της επαρχίας Κυδωνίας, έδρα δήμου. Τα X. είναι η δεύτερη πόλη της Κρήτης. Στο πολεοδομικό συγκρότημα των X. περιλαμβάνονται οι δήμοι Σούδας, Μουρνιών, Νεροκούρου κ.ά. Ιστορία, αρχαιολογία,… … Dictionary of Greek